- σαπρολεγνιώδη
- τα, Ν(μυκητ.) τάξη μυκήτων που ανήκει στους ωομύκητες και περιλαμβάνει 200 περίπου είδη, κν. γνωστά ως νερομούχλες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. saprolegniales < saprolegnia (βλ. σαπρολεγνία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκτρογέλ(λ)α — η βοτ. γένος φυκομυκήτων τής τάξεως σαπρολεγνιώδη. Περιλαμβάνει παράσιτα που ζουν πάνω σε άλλα φύκια … Dictionary of Greek
σαπρολεγνία — και σαπρολέγνια, η, Ν (μυκητ.) γένος μυκήτων που ανήκει στην οικογένεια σαπρολεγνίδες, τής οποίας είναι αντιπροσωπευτικό, τής τάξης σαπρολεγνιώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. saprolegnia (< σαπρός + λέγνον «έγχρωμη παρυφή ιματίου»)] … Dictionary of Greek
σαπρολεγνίδες — οι, Ν (μυκητ.) οικογένεια μυκήτων τής τάξης σαπρολεγνιώδη, με τυπικό εκπρόσωπο τής οικογένειας το γένος σαπρολεγνία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. saprolegniaceae < saprolegnia (βλ. σαπρολεγνία)] … Dictionary of Greek